- κομμεορητίνες
- Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καουτσούκ — Γαλακτώδες προϊόν των καουτσουκόδενδρων. Βλ. λ. κομμεορητίνες ή γόμες. * * * το ελαστικό κόμμι, λάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caoutchouc < καραϊβ. cahuchu] … Dictionary of Greek
ρεσορκίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική, αρωματική οργανική ένωση, διφαινόλη, που σχηματίζεται κατά την αποικοδόμηση σε αλκαλικό περιβάλλον πολλών φυσικών προϊόντων, όπως είναι π.χ. ορισμένες κομμεορητίνες, αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή εκρηκτικών… … Dictionary of Greek
λαουρίδες — (lauridae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών, της τάξης των λαουρωδών. Oι ιστοί του φλοιού και των φύλλων των λ. περιέχουν πολυάριθμα κύτταρα, με αιθέρια έλαια και σπανιότερα με κομμεορητίνες. Έχουν εναλλασσόμενα φύλλα, συνήθως δερματώδη… … Dictionary of Greek
μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… … Dictionary of Greek
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek